Χρήσιμοι Ορισμοί - Λέξεις - κλειδιά, Αποσαφηνίσεις και Οριοθέτηση

Οι παρακάτω ορισμοί θα βοηθήσουν τον αναγνώστη, είτε επιστήμονα προερχόμενο από άλλο πεδίο ή και όμοιο κλάδο, είτε ενδιαφερόμενο για τη Street Art να εισαχθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα όσο διαρκεί η ανάγνωση ενός κειμένου, στην ορολογία και στην απόδοση των εννοιών.

Jef Aérosol, 'Selfportrait', France, 2011

STREET ART

Borderline artists: καλλιτέχνες της street art είτε που έχουν μεταπηδήσει από το κίνημα του graffiti στη street art κοινωνικά και νομικά εκείνοι οι καλλιτέχνες της street art που ακόμη κάνουν παράνομα έργα στο δρόμο. Αισθητικά / Οπτικά καλλιτέχνες που στα έργα street art τους, βάζουν στοιχεία – γράμματα graffiti.

Είδος / τεχνική street art – Stencil: στα ελληνικά σημαίνει διάτρητο και είναι σχέδιο μέσα σε χαρτόνι ή άλλα υλικά. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί spray από πάνω, αφού έχει σχεδιαστεί το σχέδιο / γράμματα και κοπεί με ψαλίδι περιμετρικά.Στη Street Art θεμελιώθηκε από τον Blek Le Rat στη Γαλλία όπου και ξεκίνησε κι ως αυτόνομο είδος του κινήματος. 

Είδος / τεχνική street art Wheatpaste / Paste up: «η πάστα σίτου» (επίσης γνωστή ως πάστα αλεύρου και νερού, πάστα αλευριού ή απλά πάστα) είναι μια γέλη ή υγρή κόλλα που παρασκευάζεται από αλεύρι σίτου ή άμυλο και νερό. Χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα για διάφορες τέχνες και χειροτεχνίες όπως βιβλιοδεσία, ντεκουπάζ, κολάζ, χαρτί-μασέ και κόλληση χάρτινων αφισών και ανακοινώσεων σε τοίχους. Στο κίνημα της ελληνικής Street Art, ο ‘STMTS’ θεωρείται από τους θεμελιωτές της τεχνικής αυτής που ξεχωρίζει.

Έργα της Street Art: μικρά, μεσαία και μεγάλα σύνολα ζωγραφικών ή και αυτοκόλλητων σχεδίων και σχημάτων σε κάθε υλική επιφάνεια των κέντρων των πόλεων, τοιχο – γραφίες, από έμπειρα (πρώην graffiti writers που έχουν εξελιχθεί στην εκτέλεση ενός πολύπλοκου σχεδίου) και μη άτομα στον χώρο της Ζωγραφικής –
Χαρακτικής.

Καλλιτέχνης – Street Artist: «ο street artist αποδέχεται τον χρόνο ως μέρος της τέχνης του και ως εκ τούτου δεν επιδιώκει την αθανασία του graffiti writer αλλά την αμεσότητα, όχι το προϊόν αλλά τη διαδικασία. Είναι εκείνα τα άτομα που άρχισαν να βλέπουν τους δρόμους τόσο ως πλατφόρμα όσο και ως μέσο για την τέχνη τους, επιτρέποντάς τους να αφήσουν πίσω τους τον κόσμο των εκθεμάτων των Μουσείων».

Κατά παραγγελία έργα της Street Art: έργα που πραγματοποιούνται με την άδεια του ιδιοκτήτη, του εκάστοτε Δήμου ή της εκάστοτε επιχείρησης, κυρίως του χώρου που έχει ανευρεθεί για αυτόν τον σκοπό, τελικά, εσωτερικά ή και εξωτερικά σε οποιαδήποτε επιφάνεια, συνήθως τοίχου, επί πληρωμή. 

Κίνημα Street Art: οποιαδήποτε μορφή τέχνης στον δρόμο εκτός από graffiti. ‘Street Art’ είναι «μία από τις οπτικές τέχνες που αναπτύσσονται στη δημόσια σφαίρα, ειδικότερα στο δρόμο. ∆ιαχωρίζεται σε επιμέρους υποκατηγορίες βάσει τεχνικών και μέσων που χρησιμοποιούν οι street artists: τα αυτοκόλλητα – ‘Slaps’, τις αφίσες δρόμου – ‘Wheatpastes’, ‘Stencils’, και φυσικά όλα τα μέσα ζωγραφικής, πινέλα, σπρέϋ, λάδι κ.ο.κ.

Κλίμακα έργου street art ‘Piece’ / ‘Masterpiece’: η κλίμακα ενός έργου της street art μπορεί να καθορίζεται είτε από προσωπική επιλογή του καλλιτέχνη είτε, όταν γίνεται κατά παραγγελία η εκτέλεση του έργου. Ανάλογα το μέγεθος του έργου στο προσχέδιο του καλλιτέχνη κατόπιν μετρήσεων της επιφάνειας σαν άλλος καμβάς, προσδιορίζεται και η κλίμακα. Για παράδειγμα οι όροι piece / masterpiece που αλλιώς ερμηνεύονται στο graffiti κι αλλιώς στη street art είναι αρκετά γνωστοί όροι για να κατανοήσει κανείς και οπτικά και αισθητικά την κλίμακα. Η λέξη ‘piece’ σημαίνει «κομμάτι» και αυτό με τη σειρά του σημαίνει πως πρόκειται για ένα γρήγορο, συνήθως, εκτελεσμένο έργο κι αν όχι γρήγορο, ένα άρτια εκτελεσμένο και ολοκληρωμένο έργο. Το ‘masterpiece’ μπορεί να σημαίνει μία σειρά έργων ενωμένων μεταξύ τους ή και όχι σε διαφορετικά σημεία της πόλης αλλά με κοινή θεματολογία και αφορά μεγάλη, συνήθως, επιφάνεια, σε αντίθεση με το ‘piece’ και, επίσης, άρτια εκτελεσμένο έργο.

Κλίμακα έργου street art Mural Art / Production: η ενοποίηση πολλών ‘Pieces’ στη Street Art, καλύπτοντας πολύ μεγάλες επιφάνειες και κατά μήκος αλλά και καθέτως σε πολύ ψηλά κτίρια, αποκαλείται ‘Mural’ ή αλλιώς «παραγωγή» (‘Production’). Εδώ, με αυτά τα κομμάτια, ξεχώρισε ως αυτόνομη κατεύθυνση η Street Art, η οποία συνηθίζεται στα Pieces, Stencils και τα Murals αλλά και σε ‘3D’ (τρισδιάστατες) διαστάσεις αυτών.

Κουλτούρα (Street Art): «το κίνημα που τοποθετείται μακριά από τις γκαλερί και συγκροτείται στο δρόμο καταρρίπτει τις ιεραρχικές δομές και τα πολιτιστικά όρια που είναι ενδημικά της μεταμοντέρνας εποχής. Το κίνημα επιθυμεί με την τέχνη του να μεταμορφώσει τον πολιτισμό, όχι μόνο να τον επηρεάσει. Τα άτομα που φέρουν την κουλτούρα αυτή επιδιώκουν να ανανεώνουν συνεχώς τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο μας έτσι ώστε να το βιώνουμε αυτή τη στιγμή. Το κίνημα ζητά να μην είμαστε μόνο καταναλωτές του πολιτισμού, αλλά και συμμετέχοντες και δημιουργοί». Συνεπώς, ο όρος κουλτούρα εδώ αποδίδεται με την έννοια «των κειμένων και των πρακτικών, βασική λειτουργία των οποίων είναι να σημάνουν, να παραγάγουν ή να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για την παραγωγή νοήματος»

Τεχνοτροπία της Street Art: η επιλογή της μεθόδου των μέσων – των υλικών που χρησιμοποιούν οι street artists.

Φωτογράφοι (της Street Art – Street Art Photography – Documentary): «η έννοια της καταγραφής μιας φωτογραφίας έχει εξηγηθεί ως προς τη φύση του μέσου – μια εξήγηση που έχει την αναπόφευκτη συνέπεια να μετατρέπει όλες τις φωτογραφίες σε έγγραφα – αρχεία».

GRAFFITI

Graffiti writers / crews: μεμονωμένα άτομα που γράφουν με τις τεχνικές του graffiti / ομάδες που έχουν ως κοινή εμπειρία να γράφουν, συνήθως, παράνομα, σε οποιαδήποτε επιφάνεια κι αν βρουν ασχέτως εάν πρόκειται για πόλη ή επαρχία ή νησί ή σημείο επιφάνειας. Τα άτομα που δρουν μεμονωμένα συνήθως το πράττουν για να εξασκηθούν στις τεχνικές τους κι όταν πια θεωρούν ότι μπορούν να ενταχθούν σε crew – σε ομάδα, υπολογίζονται ως ισότιμα μέλη καθώς έχουν βρει το style / ύφος τους στην υπογραφή τους.

Κίνημα Graffiti: η αναπαράσταση με χρώματα, σχέδια ή αυτοκόλλητα, η αναγραφή λέξεων ή συνθημάτων πάνω σε τοίχους ή αντικείμενα που βρίσκονται σε δημόσιους, δημοτικούς ή ιδιωτικούς χώρους, που συντελούνται με νόμιμο ή παράνομο τρόπο, το οποίο και αποτέλεσε το αρχαιότερο οπτικό είδος επικοινωνίας.

Ο όρος ‘Graffiti’ αποτελεί αντιδάνειο του ιταλικού όρου ‘Graffiti’, που σχηματίζεται από το ρήμα ‘graffiare’ («χαράσσω, σχεδιάζω»), το οποίο προέρχεται από τις λατινικές λέξεις ‘graphiare’ και το ‘graphium’, που με τη σειρά τους σχετίζονται με την αρχαιοελληνική λέξη «γράφειν», που έχει τη σημασία του χαράσσω. Το ‘Graffiti’ ουσιαστικά σημαίνει «οποιαδήποτε επιγραφή, λέξη, φιγούρα ή άλλη παραποίηση που έχει γραφτεί, σημειωθεί, γρατσουνιστεί, ψεκαστεί, σχεδιαστεί, τοποθετηθεί ή χαραχτεί σε οποιαδήποτε επιφάνεια δημόσιας ή ιδιωτικής ιδιοκτησίας. ∆ιαχωρίζεται σε επιμέρους υποκατηγορίες βάσει τεχνικών και μέσων που χρησιμοποιούν οι writers.

Τεχνική graffiti Tag / Tagging: περίτεχνη γραφή μεμονωμένου ονόματος, ψευδώνυμου ή και συλλογικού, αθλητικής ομάδας, πολιτικού σχολίου του writer / crew. Πλησιάζει σε μορφή αισθητικά και γραφολογικά αρκετά με τη συνθηματογραφία σε τοίχους ή και επιφάνειες. Ωστόσο, δύναται το tag να γεμίζεται από τον writer / crew με χρώμα εσωτερικά των γραμμάτων. Αποτελεί την πιο διαδεδομένη, γνωστή τεχνική spraying – με μέσο το spray συνήθως.  

Τεχνική graffiti Bomb / Bombing: παράνομα και γι’ αυτό γρήγορα εκτελεσμένα κομμάτια. Χαμηλή στιλιστική πολυπλοκότητα και ελάχιστος χρωματισμός (συνήθως διχρωμία).

Τεχνική graffiti Piece: συνήθως νόμιμα κομμάτια αυξημένης στυλιστικής πολυπλοκότητας με χρωματικό πλουραλισμό.

Fame: σημαίνει «δόξα» και αποτελεί όρο / λέξη που χρησιμοποιείται και στα δύο κινήματα. Το ‘fame’ κατακτάται και δεν χαρίζεται στην νοοτροπία του graffiti μεταξύ των writers και στη street art σημαίνει ότι ένας καλλιτέχνης γίνεται ιδιαίτερα γνωστός στο κοινό, σε συνεργασίες και μεταξύ των καλλιτεχνών. Σε κάθε περίπτωση, είτε graffiti writer είτε καλλιτέχνης της street art, οφείλει για να αποκτήσει το ‘fame’ να βάψει και να δοκιμαστεί στον δρόμο.

Style: το συνηθέστερο οπτικό στυλ υπογραφής / χαρακτηριστικό ύφος και αισθητικά μιλώντας.

Toy: σημαίνει «παιχνίδι» κυριολεκτικά και συμβολικά μιλώντας, όταν εντοπίζεται, συνήθως, σε μεγάλα έργα καλλιτεχνών της street art, σημαίνει ότι για τους graffiti writers / crews, ο εκάστοτε συγκεκριμένος καλλιτέχνης «έγινε παιχνίδι του καπιταλιστικού συστήματος» εφόσον μπορεί και να πληρώθηκε για την εκτέλεση ενός μεγάλου έργου κι ότι έγινε viral παγκοσμίως στα social media ενώ ξέχασε πώς ξεκίνησε την καριέρα του (βλ. graffiti κίνημα). Σημαίνει πως ο καλλιτέχνης street art δεν είναι αυθεντικός. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η κουκουβάγια του Μεταξουργείου και ο ‘WD’.

ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Διαδικτυακός Τύπος: «ηλεκτρονική εφημερίδα είναι η ηλεκτρονική έκδοση μιας εφημερίδας, είτε ως αυτόνομη δημοσίευση είτε ως ηλεκτρονική έκδοση ενός έντυπου περιοδικού».

Διανοητική Αναπαράσταση: «ένας τρόπος ιδιαίτερης γνώσης που έχει ως λειτουργία την επεξεργασία συμπεριφορών και την επικοινωνία μεταξύ ατόμων». Η σύνθεση μιας κοινωνικής αναπαράστασης, πόσο μάλλον με τη συνειρμική βοήθεια μιας εικόνας – ενός έργου της Street Art (νόηση και όραση), αποτελείται από τρία στοιχεία: από τις στάσεις, τις πληροφορίες και το πεδίο.

Εικόνα: «η ετυμολογία της λέξης «εικόνα» παραπέμπει στο αρχαίο ρήμα «ἔοικα», δηλαδή «ομοιάζω». Έτσι η εικόνα ορίζεται ως ομοίωμα της πραγματικότητας. Τα ομοιώματα αυτά μπορούν καταρχήν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: εσωτερικά και εξωτερικά. Εσωτερικές είναι οι εικόνες που σχηματίζει ο ανθρώπινος νους όταν προσλαμβάνει την εξωτερική πραγματικότητα. Συχνά τις αποκαλούμε παραστάσεις και οφείλονται στα ερεθίσματα που δέχονται οι νευρώνες και τα οποία μεταφέρονται ως σήματα στον εγκέφαλο. Εξωτερικές είναι οι εικόνες που ο άνθρωπος δημιουργεί για να εκφράσει και να επικοινωνήσει όσα έχει προσλάβει.

Ιστοσελίδες: «είναι ένα είδος εγγράφου του παγκόσμιου ιστού που περιλαμβάνει πληροφορίες με την μορφή κειμένου, υπερκειμένου, εικόνας, βίντεο και ήχου. Πολλές ιστοσελίδες μαζί συνθέτουν έναν ιστότοπο (εναλλακτικές ονομασίες: ιστοχώρος ή δικτυακός τόπος)».

Καθημερινό: «είναι μία οπτική θέασης της κοινωνικής πραγματικότητας από τη μεριά των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων / είναι το ιδιαίτερο, καταστατικό και ανεξάλειπτο στοιχείο της ύπαρξης εν γένει το οποίο παράγει την αίσθηση της καθημερινότητας».

Καθημερινότητα: «ένας «κενός τόπος» ο οποίος γεμίζει με μια σειρά από ετερογενείς πρακτικές οργανωμένες και δομημένες μέσα στο χώρο – χρόνο και η οποία ως αίσθηση (ως «εφέ») παράγεται από τη συνάρθρωση συγκεκριμένων κυρίαρχων εννοήσεων του λόγου, του χρόνου και του υποκειμένου».

Κοινό: «άτυπη κοινωνική ομάδα, της οποίας τα μέλη μπορεί να έχουν τις ίδιες απόψεις και τα ίδια ενδιαφέροντα, που δεν έχουν όμως δημιουργηθεί από προσωπική επαφή μεταξύ τους».

Κοινωνικά Δίκτυα – Social Media: «ο διαδικτυακός χώρος, μεταξύ άλλων, της δημόσιας μετάδοσης πληροφοριών και της ιδιωτικής επικοινωνίας παρέχοντας στους ανθρώπους μια κλίμακα μεγέθους ομάδας και βαθμούς ιδιωτικότητας που έχουμε ορίσει ως κλιμακούμενη κοινωνικότητα».

Κοσμοθεωρία: «η θεωρητική στάση που υιοθετεί κανείς απέναντι στα μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα».

Νόημα: «κάθε προϊόν Τέχνης, μπορεί να ερμηνευτεί και να κατανοηθεί μόνο από το νόημα, που προσέδωσε ή ήθελε να προσδώσει στην κατασκευή και χρησιμοποίηση αυτού του προϊόντος η ανθρώπινη πράξη – η σχέση της ανθρώπινης πράξης προς αυτό, το προϊόν, είτε σαν μέσον είτε σαν σκοπό, που είχαν υπόψη τους οι πράττοντες και είχαν προσανατολίσει σ’ αυτό τη συμπεριφορά τους».

Οπτική αντίληψη: «η όραση είναι η αίσθηση με τα εντονότερα ερεθίσματα, επειδή η τοποθέτηση των ματιών στο πρόσωπο επιτρέπει τη στερεοσκοπική όραση και έτσι τη συνδέει με την αντίληψη του χώρου και άρα με τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο. Επιπλέον, η τοποθέτηση των ματιών προσανατολίζει το ανθρώπινο σώμα προς τα εμπρός. Η όρθια στάση και η διαφορετική χρήση ποδιών και χεριών δημιουργεί, σε συνδυασμό με το κεφάλι και τα μάτια μας άλλη ιεραρχία, αυτή του κατακόρυφου άξονα, και δίνει προτεραιότητα στο άνω σε σχέση με το κάτω. Η ιεραρχημένη συγκρότηση του σώματος δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μία ιεραρχημένη πρόσληψη του χώρου γύρω μας.Ωστόσο, η σημαντικότερη πηγή της ιεράρχησης της πρόσληψης είναι ο ίδιος ο εγκέφαλος. Εφόσον δεν είναι όλα τα ερεθίσματα εξίσου έντονα, η ανθρώπινη αντίληψη δεν είναι τίποτε άλλο από ένας μηχανισμός που διακρίνει, συγκρίνει και επομένως αξιολογεί ερεθίσματα. Η στερεοσκοπική όραση, με την έντονη αίσθηση της τρίτης διάστασης και της προοπτικής που προσφέρει, καθιστά ακόμη πιο εύκολη και έντονη τη διάκριση μεταξύ διαφορετικών υλικών οντοτήτων της εξωτερικής πραγματικότητας. Η διαδικασία της διάκρισης στηρίζεται στην ύπαρξη τουλάχιστον δύο συστατικών στοιχείων: τα αποθηκευμένα ερεθίσματα, τα οποία λειτουργούν ως μέτρο σύγκρισης και τα νέα ερεθίσματα τα οποία συγκρίνονται με τα παλαιά».

Οπτική (ανα)παράσταση: (δια)νοητικά είδωλα που αντικατοπτρίζονται κατά προσέγγιση από εξωτερικά σχήματα / «oι εικόνες αποτελούν ιεραρχημένες και κωδικοποιημένες συνθέσεις πληροφοριών με επικοινωνιακή λειτουργία. Συνήθως, με τη λέξη «εικόνα» εννοούμε τις οπτικές εικόνες, καθώς, η αίσθηση της όρασης είναι η πλέον έντονη, λόγω της στερεοσκοπικότητας και του προσανατολισμού του σώματος. Ωστόσο, αν οι εικόνες νοηθούν ευρύτερα, ως νοητικές κωδικοποιήσεις της πρόσληψης ερεθισμάτων και ταυτόχρονα μέσα επικοινωνίας, τότε δεν περιορίζονται στο πεδίο της όρασης, αλλά μπορούν να είναι π.χ. και ήχοι».

Οπτική Κοινωνιολογία / Εγκληματολογία: το επιστημονικό πεδίο του κλάδου της Κοινωνιολογίας που, έχοντας την άμεση και έμμεση παρατήρηση ως βασικά εργαλεία – τεχνικές καταγραφής της κοινωνικής πραγματικότητας (άτομα – πορτραίτα, κοινωνικές ομάδες και καταστάσεις / αντικείμενα – φωτογραφία δρόμου), χρησιμοποιεί συστηματικά τη φωτογραφική μηχανή για αποδεικτική αποτύπωση αυτής.
Η Οπτική Εγκληματολογία απαθανατίζει την παρέκκλιση και την εγκληματοποίηση των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων, επίσης, στην εξωτερική κοινωνική πραγματικότητα, με κύριο στόχο την ανάδειξη ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και φαινομένων, την απενεχοποίηση / συμφιλίωση αυτών με το υπόλοιπο της κοινωνίας (επανακοινωνικοποίηση) μέσω των εικόνων που δημιουργούνται φωτογραφικά, και την πρόληψη καταστάσεων, πάλι, μέσω των εικόνων.

Πάτημα έργων: όταν υπάρχει ένα έργο σε μία επιφάνεια ενός καλλιτέχνη και βάφουν / γράφουν από πάνω. Το κίνητρο διαφέρει και συνηθίζεται ως πρακτική των crews μεταξύ τους στο κίνημα του Graffiti. Στη Street Art συνηθίζεται να γίνεται όχι μεταξύ των street artists αλλά από graffiti άτομα ή και crews προς τους street artists και δεν θεωρείται πρακτική στο κίνημα της Street Art.

Στάση κοινού: συναισθηματική αντίδραση / «ένας συνολικός διαρκής προσανατολισμός σε μία γενική τάξη ερεθισμάτων».